- συνοικοδεσποτία
- ἡ, Α [συνοικοδεσπότης](αοτρολ.) (για πλανήτη) η μαζί με άλλον πλανήτη κατοχή τού ίδιου οίκου, τής ίδιας θέσης τού ζωδιακού κύκλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνοικοδεσποτίαν — συνοικοδεσποτίᾱν , συνοικοδεσποτία joint predominance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)